-
1 μισθαρνούντες
-
2 μισθαρνοῦντες
-
3 μισθαρνέω
Aμεμισθάρνηκα Aeschin.1.154
:— work or serve for hire, , cf. Hp.Ep.11, Pl.R. 346b, D.18.49;τῶν βαναύσων καὶ μισθαρνούντων Arist.Pol. 1296b29
;οἱ μισθαρνοῦντες τῶν ῥητόρων Phld.Rh.2.56
S.;ὁ -αρνῶν ὄχλος Plu.Cat. Mi.44
; μ. παρά τινος receive pay from.., D.18.236; esp. of prostitution, τῷ σώματι μ. quaestum corpore facere, Id.59.20, cf. Aeschin. l. c., PMagd.14.3 (iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μισθαρνέω
-
4 γεωργός
A tilling the ground, ; fertilizing,Νεῖλος Lib.Or.13.39
:—as Subst., γεωργός, ὁ, husbandman, Hdt.4.18, Ar. Pax 296, Pl.Phdr. 276b, etc.; οἱ γ., opp. οἱ μισθαρνοῦντες, Arist.Pol. 1296b28; but γ., opp. ὁ δεσπότης τοῦ χωρίου, IG22.1100; so of vine-dressers, gardeners, etc., Pl.Tht. 178d, Ael.NA7.28; γ. ὄχλος the peasantry, D.H.10.53; γ. βίος prob. in Ar. Pax 589;δένδρων ὧν γ. αἵδε αἱ χεῖρες Philostr.VA2.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεωργός
См. также в других словарях:
μισθαρνοῦντες — μισθαρνέω work pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθαρνώ — (Α μισθαρνῶ, έω) [μίσθαρνος] 1. (γενικά) λαμβάνω μισθό για εργασία που παρέχω («τί δέ; τὴν ἰατρικὴν μισθαρνητικήν, ἐάν ἰώμενός τις μισθαρνῇ;» Πλάτ.) 2. (ειδικά) πληρώνομαι, εξαγοράζομαι για να πράξω κάτι φαύλο και ανήθικο («ὁ μισθαρνῶν ὄχλος»,… … Dictionary of Greek
Πάτμος — Νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, στο οποίο αναπτύχθηκε ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα της Ανατολής και όπου εξορίστηκε ο Ιωάννης ο Θεολόγος, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, εκεί έγραψε την Αποκάλυψη και το Ευαγγέλιό του.… … Dictionary of Greek